- τεταρτορρόμβιο
- το, Νναυτ. καθένα από τα τεταρτημόρια στα οποία υποδιαιρείται καθένας από τους 32 ρόμβους τού ανεμολογίου ναυτικής πυξίδας και αντιστοιχεί με τόξο 2° 48' 45", αλλ. τέταρτο, κν. καρτίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτο(ν) + ρόμβος + -ιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.